Истлеть στα ελληνικά
Μετάφραση: истлеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπίζω, παρακμή, παρακμάζω, φθορά, istlet
Μεταφράσεις
- безбоязненный στα ελληνικά - ατρόμητος, άφοβος, άφοβη, άφοβα, ατρόμητο
- бунтовщик στα ελληνικά - επαναστατώ, ταραξίας, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, επαναστάτη
- гримёр στα ελληνικά - γυναίκα, Make-up, μακιγιάζ, το μακιγιάζ, Μεγεθυντικός
- еретический στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετική, αιρετικές, αιρετικό, αιρετικών
Τυχαίες λέξεις
Истлеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπίζω, παρακμή, παρακμάζω, φθορά, istlet
Μεταφράσεις: σαπίζω, παρακμή, παρακμάζω, φθορά, istlet