Истопить στα ελληνικά
Μετάφραση: истопить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, istopit
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бабахнуть στα ελληνικά - βροντώ, κρότος, βρόντος, γδούπος, babahnut
- гладилка στα ελληνικά - ροκάνι, πλάνη, στάθμη, επίπεδο, σιδερώστρα, επιφάνεια σιδερώματος, σιδερώματος
- двухмесячный στα ελληνικά - δύο μήνες, δύο μηνών, δύο μήνα, δύο μήνας
- дисконт στα ελληνικά - μείωση, σκόντο, έκπτωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
Τυχαίες λέξεις
Истопить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, istopit
Μεταφράσεις: θερμαίνω, ζέστη, ζεσταίνω, istopit