Λέξη: απεσταλμένος
Συνώνυμα: απεσταλμένος
φθόνος, πρέσβυς, αγγελιαφόρος, εκτελεστής παραγγελίας
Μεταφράσεις: απεσταλμένος
απεσταλμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
correspondent, envoy, emissary, delegate, messenger, missive
απεσταλμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corresponsal, enviado, enviado de, el enviado, emisario, embajador
απεσταλμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
analog, korrespondent, bankverbindung, journalist, entsprechend, Gesandte, Abgesandte, Bote, Gesandten
απεσταλμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
envoyé, correspondant, analogue, analogique, journaliste, émissaire, l'envoyé, représentant, ambassadeur
απεσταλμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrispettivo, corrispondente, inviato, l'inviato, dell'inviato, ambasciatore, envoy
απεσταλμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enviado, emissário, o enviado, enviada, embaixador
απεσταλμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overeenkomend, analoog, overeenkomstig, gezant, afgezant, Envoy, gezant van
απεσταλμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аналогичный, согласный, подобный, корреспондент, посланник, представитель, посол, посланником, посланника
απεσταλμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utsending, Envoy, utsendingen
απεσταλμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utsände, envoyé, sändebud, sändebudet
απεσταλμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirjeenvaihtaja, lehtimies, lähettiläs, Envoy, lähettilään, edustaja, lähettiläänä
απεσταλμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsending, Envoy, repræsentant
απεσταλμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zpravodaj, korespondent, dopisovatel, odpovídající, vyslanec, Envoy, velvyslanec, vyslance, vyslancem
απεσταλμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korespondent, wysłannik, poseł, ambasador, wysłannika, wysłannikiem
απεσταλμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
követ, megbízottja, Envoy, küldött, követe
απεσταλμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
benzer, elçi, elçisi, temsilcisi
απεσταλμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кореспондентський, кореспондент, посланник, посланець, посол
απεσταλμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i dërguar, dërguari, dërguari i, I dërguari, I dërguari i
απεσταλμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пратеник, пратеник на, специален пратеник, Специалният пратеник, пратеника на
απεσταλμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пасланнік, пасланец, пасланьнік
απεσταλμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kirjavahetaja, korrespondent, vastav, saadik, saadiku, saadikuks, erisaadik
απεσταλμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dopisnik, relativan, korespondent, izaslanik, izaslanika, ov izaslanik, poslanik
απεσταλμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fréttaritari, sendimaður, boðberi, sendiboði, erindreki
απεσταλμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasiuntinys, atstovas, Envoy, pasiuntiniu, pasiuntinio
απεσταλμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūtnis, īpašajam sūtnim, vēstnieks, sūtni, sūtnim
απεσταλμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претставникот, пратеник, претставникот на, претставник, претставник на
απεσταλμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reprezentant, trimis, reprezentantul, trimisul, reprezentantului
απεσταλμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odposlanec, poslanik, odposlanca, odposlanka, envoy
απεσταλμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyslanec, vyslanca, veľvyslanec, vyslancom
Τυχαίες λέξεις