Истощение στα ελληνικά
Μετάφραση: истощение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθορά, ατροφία, οχετός, στραγγίζω, τριβή, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вытеснять στα ελληνικά - εκτοπίζω, εκτοπίζουν, εκτοπίσει, μετατοπίσει, εκτοπίζει, εκτοπίσουν
- горбатый στα ελληνικά - κυρτός, καμπούρης, κυρτού
- гунн στα ελληνικά - Ούνος, Hun, Χουν, τον Hun, απαγορευμένες τροφές
- диаграммный στα ελληνικά - διαγραμματική, σχηματική, διαγραμματικά, διαγραμματικές, διαγραμματικό
Τυχαίες λέξεις
Истощение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθορά, ατροφία, οχετός, στραγγίζω, τριβή, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του
Μεταφράσεις: φθορά, ατροφία, οχετός, στραγγίζω, τριβή, εξάντληση, μείωση, εξάντλησης, την εξάντληση, μείωση του