Λέξη: μαχαίρι

Σχετικές λέξεις: μαχαίρι

μαχαίρι σεφ, μαχαίρι απολεπισμού ηλεκτρικό, μαχαίρι στίχοι, μαχαίρι ονειροκρίτης, μαχαίρι σκοποβολής, μαχαίρι δίκοπο, μαχαίρι παπακωνσταντίνου, μαχαίρι picasso τιτάνιο, μαχαίρι στο νερό, μαχαίρι μπολιάσματος

Συνώνυμα: μαχαίρι

μαχαίρα

Μεταφράσεις: μαχαίρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dagger, knife, blade, a knife, sword
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
daga, puñal, cachete, cuchillo, cuchilla, cuchillo de, el cuchillo, navaja
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dolch, Messer, Messers, knife
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dague, poignard, surin, couteau, lame, couteaux, un couteau, le couteau
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pugnale, coltello, lama, lama di, della lama, knife
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
punhal, adaga, faca, faca de, knife, navalha, da faca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dolk, mes, knife, mes van, messen, het mes
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
крестик, кортик, нож, ножа, ножом, ножей
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dolk, kniv, kniven
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dolk, kniv, kniven
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tikari, puukottaa, veitsi, veitsen, veitsellä, knife, veistä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dolk, daggert, kniv, kniven, knive, knife
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dýka, nůž, nože, nožem, nožů, knife
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sztylet, puginał, kindżał, nóż, knife, noża, nó, nożem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kés, kést, késsel, kését
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hançer, kama, bıçak, bıçağı, knife, bıçağın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кинджал, нож, ніж, ножа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thikë, thikë të, thikë e, thike, thika
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кинжал, нож, ножа, нож за, ножче
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нож
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pistoda, nuga, noa, knife, noaga
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bodež, kama, nož, nožem, noža, knife, nož za
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hníf, hnífur, hnífurinn, Knife
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
durklas, peilis, peiliu, knife, peilio, peilį
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
duncis, nazis, nazi, nažu, naža, knife
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нож, со нож, ножот, нож за, нож го
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pumnal, cuțit, cutit, cuțitul, cuțit de, de cuțit
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nož, nožem, noža, nožev, knife
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krik, nôž, nože, nůž

Στατιστικά δημοτικότητας: μαχαίρι

Τυχαίες λέξεις