Исчерпывать στα ελληνικά

Μετάφραση: исчерпывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρήση, εξάτμιση, οχετός, εξαντλώ, μειώνω, στραγγίζω, χρησιμοποιώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως
Исчерпывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акробатический στα ελληνικά - ακροβατικός, ακροβατικά, ακροβατικές, ακροβατικό, ακροβατικού
  • гидроэнергия στα ελληνικά - δύναμη του νερού, η δύναμη του νερού, ισχύος νερό, παραγωγής υδραυλικής ενέργειας, ισχύος νερό και
  • гимназия στα ελληνικά - ψηλός, γυμνάσιο, γυμνασίου, λύκειο, το γυμνάσιο, λυκείου
  • девичник στα ελληνικά - κότα, όρνιθα, κότας, ορνίθων, όρνιθας
Τυχαίες λέξεις
Исчерпывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρήση, εξάτμιση, οχετός, εξαντλώ, μειώνω, στραγγίζω, χρησιμοποιώ, καυσαερίων, εξάτμισης, εξαγωγής, εξατμίσεως