Исчерпывающий στα ελληνικά
Μετάφραση: исчерпывающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρης, περιεκτικός, εξαντλητικός, εξαντλητικό, εξαντλητική, διεξοδικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автономист στα ελληνικά - αυτονομιστικό, αυτονομιστικής, αυτονομιστικά, αυτονομίας, αυτόνομοι
- аллюр στα ελληνικά - περπατησιά, φόρα, δρασκελιά, ρυθμός, βήμα, βάδισμα, βάδισης, ...
- блондин στα ελληνικά - ξανθός, ξανθή, ξανθιά, ξανθά, ξανθό
- долбление στα ελληνικά - εγκοπή, slotting, εντομής, μηχανές εντομής, εγκοπών
Τυχαίες λέξεις
Исчерпывающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρης, περιεκτικός, εξαντλητικός, εξαντλητικό, εξαντλητική, διεξοδικό
Μεταφράσεις: πλήρης, περιεκτικός, εξαντλητικός, εξαντλητικό, εξαντλητική, διεξοδικό