Λέξη: διάδρομος
Σχετικές λέξεις: διάδρομος
διάδρομος προσγείωσης, διάδρομος treadmill, διάδρομος diadora trend, διάδρομος technogym, διάδρομος τιμές, διάδρομος powerful, διάδρομος οφέλη, διάδρομος τιμή, διάδρομος alpine tr-3000, διάδρομος diadora dark trend
Συνώνυμα: διάδρομος
αίθουσα, προθάλαμος, μεγάλη αίθουσα, χόλ, πτέρυγα, δίοδος αίθουσης, κεντρικός διάδρομος, αίθουσα αναμονής, παρασκήνια
Μεταφράσεις: διάδρομος
διάδρομος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
corridor, hallway, aisle, alleyway, passageway, hall
διάδρομος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pasillo, pasadizo, corredor, vestíbulo, zaguán, pasillo de
διάδρομος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
korridor, flur, gang, Flur, Diele, Gang, Korridor, hallway
διάδρομος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
corridor, couloir, hall, vestibule, entrée
διάδρομος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corridoio, disimpegno, hallway, corridoio di
διάδρομος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
galeria, corredor, passagem, entrada, hallway, hall, vestíbulo
διάδρομος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rijstrook, baan, gang, overloop, hal, hallway, de hal
διάδρομος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коридор, прихожая, прихожей, для прихожей, коридоре
διάδρομος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
korridor, gang, gangen, Inngangsveiene, hallway
διάδρομος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
korridor, hall, korridoren, hallen, hallway
διάδρομος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käytävä, käytävällä, eteinen, käytävään, eteisessä
διάδρομος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gang, korridor, entre, gangen, hallway, hall, entré
διάδρομος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chodba, ulička, koridor, chodbička, kuloár, předsíň, chodby, chodbě, hala
διάδρομος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
korytarz, sień, korytarzu, hallway, przedpokój
διάδρομος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
folyosón, előszoba, előtér, folyosó, folyosóra
διάδρομος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koridor, koridorda, hallway, antre, hol
διάδρομος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коридор, передпокій, прихожа, прихожая, Передпокої, вітальня
διάδρομος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korridor, korridor të, korridor i, sallon, paradhomë
διάδρομος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
коридор, коридора, антре, вестибюл
διάδρομος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пярэдні пакой, прыхожая, пярэдні
διάδρομος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
koridor, esik, koridoris, koridori, esikus
διάδρομος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koridor, hodnik, hodnika, hodniku, predsoblje, hol
διάδρομος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
göng, gangur, Útgengt, ganginum, Útgengt inn
διάδρομος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
andron
διάδρομος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koridorius, priemenė, Koridorius, prieškambario, drabužinė, prieškambaris
διάδρομος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
koridors, gaitenis, priekšnams, priekšnama, gaitenī, priekšnamu
διάδρομος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ходникот, ходник, Антре, коридор, коридорот
διάδρομος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coridor, hol, holul, hol de, culoar
διάδρομος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koridor, hodnik, predsoba, predsobo, hodniku, hodnika
διάδρομος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koridor, chodba, chodby