Капот στα ελληνικά
Μετάφραση: капот, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπό, κουκούλα, πίλος, κάλυμμα, κουκούλας, απορροφητήρα
Μεταφράσεις
- беспроводный στα ελληνικά - ασύρματο, ασύρματος, ασύρματη, ασύρματου, ασύρματης
- вульгарно στα ελληνικά - χυδαία
- грузопоток στα ελληνικά - αγαθά, δοσοληψία, κυκλοφορία, εμπορευματικών μεταφορών, εμπορευματικές μεταφορές, των εμπορευματικών μεταφορών, μεταφορές εμπορευμάτων, ...
- дальше στα ελληνικά - επόμενος, περαιτέρω, μετά, μακρύτερος, παραπέρα, επιπλέον, περισσότερες, ...
Τυχαίες λέξεις
Капот στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπό, κουκούλα, πίλος, κάλυμμα, κουκούλας, απορροφητήρα
Μεταφράσεις: καπό, κουκούλα, πίλος, κάλυμμα, κουκούλας, απορροφητήρα