Картон στα ελληνικά
Μετάφραση: картон, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актуарный στα ελληνικά - αναλογιστικές, αναλογιστικά, αναλογιστικών, αναλογιστική, αναλογιστικής
- безосновательный στα ελληνικά - αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
- босиком στα ελληνικά - ξυπόλυτος, χωρίς παπούτσια, ξυπόλητος, ξυπόλητοι, ξυπόλυτοι
- выдает στα ελληνικά - θέματα, ζητήματα, ζητημάτων, θεμάτων, θέματα που
Τυχαίες λέξεις
Картон στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που
Μεταφράσεις: χαρτόνι, από χαρτόνι, χαρτονιού, χαρτόνι που, από χαρτόνι που