Касательно στα ελληνικά
Μετάφραση: касательно, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
με, μαζί, επί, κατά, για, σχετικά, σε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абортивный στα ελληνικά - άκαρπος, θνησιγενής, ανεπιτυχής, αποτυχών, άκαρπη
- бредовой στα ελληνικά - έξαλλος, παραλήρημα, Raving, παραληρών, παραπληρών
- вымарывание στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνω, vymaryvanie
- вынос στα ελληνικά - απώλεια, απώλειας, ζημία, την απώλεια, ζημίας
Τυχαίες λέξεις
Касательно στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: με, μαζί, επί, κατά, για, σχετικά, σε
Μεταφράσεις: με, μαζί, επί, κατά, για, σχετικά, σε