Λέξη: κινητός
Σχετικές λέξεις: κινητός
κινητός μέσος όρος, κινητός σμα, κινητός υπολογισμός, κινητόσ σταθμόσ μεταφόρτωσησ απορριμμάτων, κινητόσ τουρισμόσ, κινητός πάτος, κινητόσ και διάχυτοσ υπολογισμόσ, κινητός εργαλειοφόρος, κινητός μαστογράφος
Συνώνυμα: κινητός
ευκίνητος, σβέλτος, κινητήριος, μετακινητός, περιπατητικός, αφαιρούμενος
Μεταφράσεις: κινητός
κινητός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
movable, mobile, moveable, moving, rolling
κινητός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mueble, movedizo, movible, móvil, Mobile, móviles, dispositivo móvil, el móvil
κινητός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nomadisch, mobil, handy, funktelefon, wandernd, mobiltelefon, beweglich, Handy, Mobile, mobilen
κινητός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
meuble, portatif, ambulatoire, roulant, mobile, mouvant, mobilier, transmissible, allant, transportable, mobiles, portable, Mobil, Tél
κινητός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mobile, cellulare, mobili, dispositivo mobile, cell
κινητός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
gemer, móbil, móvel, dispositivo móvel, celular, móveis, mobile
κινητός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roerend, los, mobiel, beweegbaar, beweeglijk, mobiele, Mobile, mobiele telefoon, GSM
κινητός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
передвижной, бодрый, непостоянный, разборный, мобильный, подвижной, передвигающийся, движущийся, подвижный, резвый, бойкий, переносный, движимый, маневренный, изменчивый, изменяющийся, мобильного, онлайн с мобильного, с мобильного, мобильной
κινητός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevegelig, mobil, mobile, mobile enheter, mobilt
κινητός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flyttbar, rörlig, mobil, Mobile, mobila, mobil för
κινητός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
irrallinen, mobile, liikkuva, siirrettävä, matkapuhelimellasi, mobiili, liikkuvien
κινητός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevægelig, mobil, mobiltelefon, mobiltelefon for, mobile, mobile enheder
κινητός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojízdný, proměnlivý, přenosný, hybný, mobilní, movitost, movitý, pohyblivý, mobilních, mobilního, mobil, mobile
κινητός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obwoźny, przenośny, przewoźny, żywy, mobilny, ruchomy, przejezdny, komórkowego, mobilne, mobilna
κινητός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mozgó, mobil, a mobil, mobiltelefon
κινητός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hareketli, seyyar, cep, mobil, Mobile
κινητός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
балакучий, натовп, пишномовний, пихатий, лепетливий, мобільний, мобільного
κινητός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i lëvizshëm, Mobile, celular, celulare, lëvizshme
κινητός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подвижен, мобилен, мобилни, мобилна, мобилния
κινητός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мабільны
κινητός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mobiilne, liigutatav, sõiduk, liikuv, mobiilside, mobiilse, mobiil
κινητός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pomičan, namještaj, pokretljiv, mobilna, prevrtljiv, pokretan, gibak, mobilan, mobilni, mobilne, mobilnih, mobilnog
κινητός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
farsíma, hreyfanlegur, Farsími, Mobile, gsm
κινητός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mobilus, mobili, mobiliojo, mobilusis, mobiliųjų
κινητός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mobils, mobilo, mobilais, mobilā, mobile
κινητός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мобилни, мобилен, мобилна, мобилните, мобилниот
κινητός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mobil, mobile, mobilă, mobila, telefonie mobilă
κινητός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
mobilní, mobile, mobilni, mobilne, mobilna, mobilno
κινητός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pohyblivý, posuvný, mobilní, mobilné, mobilný, mobilných, mobilnej, mobilná
Τυχαίες λέξεις