Катапультировать στα ελληνικά
Μετάφραση: катапультировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτινάσσω, εκτοξεύω, εξαπολύω, καθελκύω, καταπέλτης, καταπέλτη, καταπελτών, καταπέλτη που
Μεταφράσεις
- безнаказанно στα ελληνικά - με, με το, με την, με τις, με τα
- бенгалец στα ελληνικά - Μπενγκάλι, Βεγγαλικά, bengali, Βεγγαλική, Βεγγάλης
- вознаграждать στα ελληνικά - πληρωμή, πληρώνω, αμείβω, αναπληρώνω, αποζημιώνω, ανταμείβω, αντισταθμίζω, ...
- доплата στα ελληνικά - προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
Τυχαίες λέξεις
Катапультировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτινάσσω, εκτοξεύω, εξαπολύω, καθελκύω, καταπέλτης, καταπέλτη, καταπελτών, καταπέλτη που
Μεταφράσεις: εκτινάσσω, εκτοξεύω, εξαπολύω, καθελκύω, καταπέλτης, καταπέλτη, καταπελτών, καταπέλτη που