Λέξη: πλούσια

Σχετικές λέξεις: πλούσια

πλούσια τα ελέη – δες την κωνσταντίνα σπυροπούλου όταν ήταν μοντέλο της μενεγάκη video, πλούσια σε βιταμίνη c, πλούσια σε υδατάνθρακες τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη, πλούσια μαλλιά, πλούσια τέχνη σε φτωχούσ καιρούσ, πλούσια σε φυτικές ίνες, πλούσια σε αντιοξειδωτικά, πλούσια σε πουρίνες τρόφιμα, πλούσια σπίτια, πλούσια τα ελέη

Συνώνυμα: πλούσια

άφθονος, ευθαλής

Μεταφράσεις: πλούσια

πλούσια στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
richly, luxuriant, rich, a rich, lush

πλούσια στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
exuberante, lujuriante, frondosa, frondoso, luxuriant

πλούσια στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wohlhabend, üppig, üppigen, üppige, üppiger, luxuriösen

πλούσια στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
largement, somptueusement, richement, luxuriant, luxuriante, exubérante, luxuriantes

πλούσια στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lussureggiante, rigogliosa, rigoglioso, luxuriant, lussureggianti

πλούσια στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luxuriante, exuberante, luxuriant, frondosa, luxuriantes

πλούσια στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weelderig, welig, weelderige, luxuriant

πλούσια στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
основательно, вполне, полностью, роскошно, пышный, пышное, пышной, пышные, пышная

πλούσια στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frodig, frodige, frodigere, et frodig

πλούσια στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
frodiga, frodig, lummig, yppig, frodigt

πλούσια στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rehevä, rehevää, reheviä, luxuriant, rehevät

πλούσια στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frodig, frodige, frodigt, overdådig, en frodig

πλούσια στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohatě, bujný, kvetoucí, bujnou, bujná, bujné

πλούσια στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okazale, obficie, bogato, bujny, bogaty, wspaniałe, bujna, bujne

πλούσια στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gazdagon, buja, dús, burjánzó, pazar, a buja

πλούσια στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bereketli, süslü, bol, gür, luxuriant

πλούσια στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
достаток, багатство, багатства, скарбу, скарби, пишний, пишне, розкішний, пухкий

πλούσια στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i harlisur, harlisur, buisur

πλούσια στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
буен, тучен, изобилен, богат, пищен

πλούσια στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пышны, раскошны, шыкоўнага, яркая, пышная

πλούσια στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikkalikult, külluslikult, lokkav, lopsakas, luxuriant, luksuslike, luksuslikku

πλούσια στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raskošno, bujan, raskošan, bujna, raskošnija

πλούσια στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gróskumikill, luxuriant

πλούσια στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sodrus, vešlus, vešliai, prašmatnus, prabangiškas

πλούσια στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krāšņs, grezns, auglīgs, krâðòa, bagāts

πλούσια στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Реџина, тучен, претрупан, богати

πλούσια στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luxuriant, luxuriantă, luxurianta, luxuriante, luxos

πλούσια στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bujna, Razkošno, Razkošjem, razkošna, bujno

πλούσια στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bohaté, bujný

Στατιστικά δημοτικότητας: πλούσια

Τυχαίες λέξεις