Каторжный στα ελληνικά

Μετάφραση: каторжный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσκολος, ποινικός, ανυπόφορος, σκληρός, ποινικού, ποινικών, ποινικές, ποινική
Каторжный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ванна στα ελληνικά - μπάνιο, μπανιέρα, σαπιοκάραβο, λουτρό, μπανιέρα με
  • ватерпас στα ελληνικά - επίπεδο, αλφάδι, αλφάδι που, αλφαδιού, το αλφάδι, υδροστάθμη
  • голландец στα ελληνικά - Ολλανδός, dutchman, Ολλανδό, Ολλανδού, Ολλανδός Οι
  • догадаться στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Каторжный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσκολος, ποινικός, ανυπόφορος, σκληρός, ποινικού, ποινικών, ποινικές, ποινική