Λέξη: πλάσμα

Σχετικές λέξεις: πλάσμα

πλάσμα κοπής, πλάσμα με φτερά εμφανίστηκε σε δρόμο τησ ινδονησίασ, πλάσμα αίματος, πλάσμα που μοιάζει με γοργόνα, πλάσμα ή led, πλάσμα κουάρκ-γλουονίων, πλάσμα συνώνυμα, πλάσμα και ορός αίματος, πλάσμα δικαίου, πλάσμα η lcd

Συνώνυμα: πλάσμα

επινόημα, δημιούργημα, ζώο, ο

Μεταφράσεις: πλάσμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
creature, plasma, the plasma
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animal, criatura, bestia, la criatura, criaturas, de criatura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lebewesen, kreatur, geschöpf, tier, vieh, Geschöpf, Kreatur, Wesen, creature, Tier
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
brute, création, être, créature, bête, animal, la créature, créatures, creature
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
creatura, creature, una creatura, essere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animais, alimária, besta, animal, criatura, bicho, criaturas, a criatura, de criatura
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woesteling, wezen, beest, dierlijk, schepsel, creature, dier
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкормыш, клеврет, креатура, зверь, зелье, создание, творение, тварь, существо, сочинение, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyr, skapning, skapningen, creature, vesen, av creature
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
varelse, creature, varelsen, varelser
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläimet, eläin, olento, elukka, hirviö, otus, olio, creature, olennon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyr, væsen, dyrisk, skabning, creature
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výtvor, tvor, bytost, kreatura, stvůra, stvoření, tvorå, zvíře
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
człowiek, stwór, istota, stworzenie, twór, kreatura
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személy, teremtmény, lény, teremtményt, teremtés, lényt
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hayvan, yaratık, bir yaratık, canlının, canlı, yaratığın
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
утвір, створення, тварюка, тварюку, ставленик, виробництво
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafshë, krijesë, krijesë e, krijesa, qeniet e, qenie e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
животно, създание, същество, твар
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жывёла, стварэнне, Утварэнне, стварэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
olend, sünnitis, olevus, loodu, olendi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
biće, stvorenje, stvor, stvorenja, bića
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skepna, veru, Creature, veran, skapað
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
būtybė, gyvūnas, gyvulys, žvėris, padaras, kūrinys, tvarinys, tvarinio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzīvnieks, dzīvniecisks, radība, zvērs, radījums, būtne, radību
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
животното, суштеството, суштество, создание, созданието, креатура
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
animal, creatură, creatura, creaturi, făptură, ființă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bitje, stvor, creature, bitja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tvor, stvorenia, stvorenie, stvorení, stvoreniu

Στατιστικά δημοτικότητας: πλάσμα

Τυχαίες λέξεις