Квалифицированный στα ελληνικά

Μετάφραση: квалифицированный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανός, έντεχνος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική
Квалифицированный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • австрия στα ελληνικά - Αυστρία, Αυστρίας, την Αυστρία, η Αυστρία, της Αυστρίας
  • байкал στα ελληνικά - Baikal, Βαϊκάλη, Βαϊκάλης, Μπαικάλ, της Βαϊκάλης
  • дистанция στα ελληνικά - φάσμα, μεραρχία, εμβέλεια, διακυμαίνομαι, τομή, απόσταση, διχασμός, ...
  • дурнота στα ελληνικά - πλήξη, λιποθυμική τάση, τάση για λιποθυμία, faintness, λιποθυμικάς, λιποθυμικών
Τυχαίες λέξεις
Квалифицированный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανός, έντεχνος, ειδική, προσόντα, ειδικευμένο, εξειδικευμένο, με ειδική