Консоль στα ελληνικά

Μετάφραση: консоль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρηγορώ, κονσόλα, κονσόλας, την κονσόλα, της κονσόλας, η κονσόλα
Консоль στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аутотренинг στα ελληνικά - autotraining
  • воинственно στα ελληνικά - μαχητικά, μαχητικό, militantly, μαχητική, στρατευμένο
  • донор στα ελληνικά - δότης, δωρητής, δότη, του δότη, δωρητή
  • жарка στα ελληνικά - τηγάνισμα, τηγανίσματος, το τηγάνισμα, τηγάνι, του τηγανίσματος
Τυχαίες λέξεις
Консоль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρηγορώ, κονσόλα, κονσόλας, την κονσόλα, της κονσόλας, η κονσόλα