Контракт στα ελληνικά

Μετάφραση: контракт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμφωνία, κατανόηση, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
Контракт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асептический στα ελληνικά - στείρος, άγονος, άσηπτη, ασηπτικές, ασηπτική, άσηπτης, άσηπτες
  • вяло στα ελληνικά - βραδύτητα, νωθρά, αργό ρυθμό, με καθυστέρηση, νωχελικά
  • главенствовать στα ελληνικά - δεσπόζω, κυριαρχώ, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
  • губительный στα ελληνικά - βλαβερός, σατανικός, θανατηφόρος, μοιραίος, καταστροφικός, επιβλαβής, θλιβερός, ...
Τυχαίες λέξεις
Контракт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συστέλλομαι, προσβάλλομαι, συμφωνία, κατανόηση, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων