Λέξη: προπορεύομαι
Σχετικές λέξεις: προπορεύομαι
προπορεύομαι αντίθετο
Συνώνυμα: προπορεύομαι
προηγούμαι
Μεταφράσεις: προπορεύομαι
προπορεύομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pioneer, precede, be ahead of
προπορεύομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
iniciador, pionero, preceder, preceder a, precederá, preceden, precede
προπορεύομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, neuerer, vorausgehen, vorangehen, vorhergehen
προπορεύομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pionnier, innovateur, sapeur, précéder, précède, précédera, précèdent, précéder la
προπορεύομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pioniere, precedere, precederà, precedono, precede, precedere la
προπορεύομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pioneiro, bandeirante, cor-de-rosa, precursor, preceder, anteceder, precedem, precede, preceder a
προπορεύομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voortrekker, baanbrekend, pionier, baanbreker, genist, voorafgaan, voorgaan, voorafgaan aan, voorafgegaan, voorafgaat
προπορεύομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
застрельщик, первопечатник, первооткрыватель, пионер, инициатор, первопроходец, предшествовать, предшествуют, предшествует, предварять, впереди
προπορεύομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forut, foran, forut for, gå forut, gå forut for
προπορεύομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pionjär, föregå, före, föregår, föregås, föregås av
προπορεύομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uudisasukas, uranuurtaja, edelläkävijä, kehittää, edeltää, ennen, edeltävät, edeltävien, edellettävä
προπορεύομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pioner, foregangsmand, forud, forud for, gå forud, gå forud for, går forud
προπορεύομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pionýr, průkopník, zákopník, předcházet, předcházejí, předchází
προπορεύομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pionier, torowanie, pionierstwo, poprzedzać, poprzedzić, poprzedzają, poprzedzone, poprzedza
προπορεύομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pionír, utász, árkász, megelőz, megelőzik, előznie, megelőzi, előzi
προπορεύομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öncü, önce, önüne, öncesinde, öncülük, başlanmasından önce
προπορεύομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
передувати, передуватиме, передуватимуть
προπορεύομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paraprij, paraprijë, paraprijnë, paraprirë, t'i paraprijë
προπορεύομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предхожда, предшестват, предшества, предхождат, да предхожда
προπορεύομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папярэднічаць
προπορεύομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pioneer, eelnema, eelneda, eelneb, eelnevad, eelnenud
προπορεύομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pionir, prethoditi, prethode, prethodi, ispred, preteći
προπορεύομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forliði, undan, á undan, undanfari, fyrri verða, undanfarar
προπορεύομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pradininkas, pionierius, būti anksčiau, prieš, anksčiau, ankstesnė, būti ankstesnė
προπορεύομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pionieris, celmlauzis, ievadīt, pirms, notiek pirms, agrāks
προπορεύομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
претходат, му претходат, да му претходат, му претходи, претходат на
προπορεύομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pionier, preceda, preceadă, precede, preced, să preceadă
προπορεύομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pred, predhoden, pred njim, pojaviti pred
προπορεύομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predchádzať, zabrániť, predchádzanie, predísť, prevenciu
Τυχαίες λέξεις