Концерн στα ελληνικά
Μετάφραση: концерн, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπιστεύομαι, ενδιαφέρον, προβληματισμός, ανησυχία, εμπιστοσύνη, συνδυασμός, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вместительный στα ελληνικά - πλήρης, περιεκτικός, ευρύχωρος, ευρύχωρο, ευρύχωρα, ευρύχωρη, ευρύχωρες
- выменивать στα ελληνικά - αντιπραγματισμού, αντιπραγματισμός, ανταλλαγή, ανταλλαγής, αντισταθμιστικό
- герундий στα ελληνικά - γερούνδιο, το γερούνδιο, μετοχικό ουσιαστικό
- гудронатор στα ελληνικά - διανομέας, Ψεκαστικά, Ψεκαστήρες, ψεκαστήρων, ψεκαστήρες με, ψεκαστηρες
Τυχαίες λέξεις
Концерн στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπιστεύομαι, ενδιαφέρον, προβληματισμός, ανησυχία, εμπιστοσύνη, συνδυασμός, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας
Μεταφράσεις: εμπιστεύομαι, ενδιαφέρον, προβληματισμός, ανησυχία, εμπιστοσύνη, συνδυασμός, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας