Кончиться στα ελληνικά
Μετάφραση: кончиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώνω, έρχομαι, έρθει στο τέλος, λήξει, λήγουν, περατωθεί, τελειώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аскет στα ελληνικά - ασκητικός, ασκητής, ασκητική, ασκητή, ασκητικό
- банкнота στα ελληνικά - σημειώνω, ράμφος, νομοσχέδιο, σημείωση, λογαριασμός, λογαριασμό, λογαριασμού, ...
- виляние στα ελληνικά - χρονοτριβή, κουνιέμαι, ταλάντευση, δόνησης, ταλάντωση, ταλάντευσης
- демократизация στα ελληνικά - εκδημοκρατισμός, εκδημοκρατισμού, εκδημοκρατισμό, τον εκδημοκρατισμό, του εκδημοκρατισμού
Τυχαίες λέξεις
Кончиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώνω, έρχομαι, έρθει στο τέλος, λήξει, λήγουν, περατωθεί, τελειώσει
Μεταφράσεις: τερματισμός, περατώνω, τέλος, τελειώνω, έρχομαι, έρθει στο τέλος, λήξει, λήγουν, περατωθεί, τελειώσει