Λέξη: σιδηρόδρομος

Σχετικές λέξεις: σιδηρόδρομος

σιδηρόδρομος κουρτίνας, σιδηρόδρομος λαυρίου, σιδηρόδρομος μοσχαρίσιος, σιδηρόδρομος στην ελλάδα, σιδηρόδρομος κύπρου, σιδηρόδρομος κουρτίνας τιμες, σιδηρόδρομος πελοποννήσου, σιδηρόδρομος κρήτης, σιδηρόδρομος μοσχάρι, σιδηρόδρομος κουρτινών, ηλεκτρικός σιδηρόδρομος

Συνώνυμα: σιδηρόδρομος

τραμ, τροχιόδρομος, μονόγραμμος

Μεταφράσεις: σιδηρόδρομος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
railway, railroad, rail, railways, train
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ferrocarril, ferroviario, de ferrocarril, del ferrocarril, tren
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bahnhof, bahnlinie, bahn, eisenbahn, Eisenbahn, Bahn, Eisen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chemin, trajectoire, chemin de fer, ferroviaire, gare, voie ferrée, chemins de fer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ferroviario, ferrovia, ferroviaria, della ferrovia, ferrovie
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferro via, ferrovia, estrada de ferro, ferroviária, railroad, ferroviário
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spoorweg, spoor, Railroad, spoorlijn, spoorweg van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
железная дорога, железной дороги, железнодорожный, железнодорожных, железнодорожные
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jernbane, jernbanen, av
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
järnväg, järnvägen, annat, järnvägs, tågstation
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rata, rautatie, rautatieasema, rautatien, rautateiden, railroad
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
jernbane, Railroad, jernbanen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dráha, železnice, železniční, Railroad, železničnou, nákladní železničnou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolej, popędzać, kolej żelazna, kolejowe, railroad, kolejowych
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vasút, pályaudvar, vasúti, railroad, vasútvonal
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
demiryolu, tren, demir yolu, railroad, demiryolu taşıtlar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перила, залізниця, залізниці
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hekurudhor, hekurudhë, hekurudhore, hekurudhës, hekurudha
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
железница, железопътен, железопътна, жп, железопътната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чыгунка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raudtee, raudteel, Raudteeseadmete, railroad, raudteehooldusmasinad
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
željezničkog, pruga, željeznica, željeznički, željeznice, željeznička
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
járnbraut, járnbrautar
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
geležinkelis, geležinkelio, geležinkelių, railroad
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzelzceļš, dzelzceļa, Railroad, Dzelzceļu, dzelzsceļa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
железничка пруга, железничката пруга, железничка, пругата, железничката
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cale ferată, gară, feroviar, cale ferata, de cale ferată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
železnice, railroad, železnica, železnico, železnic
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
železnice, dráha, trať, železnica, železničná, železničnej, železníc

Στατιστικά δημοτικότητας: σιδηρόδρομος

Τυχαίες λέξεις