Кормление στα ελληνικά
Μετάφραση: кормление, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιτίζω, τροφή, θηλαστικός, ταΐζω, θρέψη, τροφοδοτώ, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- амнистировать στα ελληνικά - αμνηστία, Αμνηστίας, Αμνηστίας για, την αμνηστία, αμνηστεία
- бросание στα ελληνικά - προβολή, εξακοντίζω, πετώ, κούνια, υπολογισμός, βολή, πέταγμα, ...
- гвоздика στα ελληνικά - γαρίφαλο, σκελίδα σκόρδο, σκελίδα, γαρύφαλλο, γαρύφαλλου
- единогласный στα ελληνικά - ομόφωνος, ομόφωνη, ομόφωνα, ομοφωνία στις αξιολογήσεις, ομοφωνία στις αξιολογήσεις τους, ομοφωνία
Τυχαίες λέξεις
Кормление στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιτίζω, τροφή, θηλαστικός, ταΐζω, θρέψη, τροφοδοτώ, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Μεταφράσεις: σιτίζω, τροφή, θηλαστικός, ταΐζω, θρέψη, τροφοδοτώ, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία