Δανειζόμενος στα αγγλικά

Μετάφραση: δανειζόμενος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
borrower, the borrower, borrowing, borrower is, a borrower
Δανειζόμενος στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δανειζόμενος

borrower
  • οφειλέτης
  • δανειζόμενος

Σχετικές λέξεις: δανειζόμενος

δανειστής δανειζόμενος, δανειζόμενος λεξικό γλώσσας αγγλικά, δανειζόμενος στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δανείζομαι στα αγγλικά - borrow, borrowing, borrowed, I borrow, am borrowing
  • δανείζω στα αγγλικά - lend, lend it, lend it to, I loan, that I loan
  • δανεισμός στα αγγλικά - loan, borrowing, lending, debt, loans, borrowings
  • δαπάνες στα αγγλικά - expenditure, costs, expenses, expenditures, spending
Τυχαίες λέξεις
Δανειζόμενος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: borrower, the borrower, borrowing, borrower is, a borrower