Короновать στα ελληνικά

Μετάφραση: короновать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θήκη, στέμμα, κορόνα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Короновать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • анапест στα ελληνικά - anapaest
  • антрепренер στα ελληνικά - επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών
  • безволие στα ελληνικά - έλλειψη βούλησης, έλλειψη θέλησης, έλλειψης βούλησης, η έλλειψη βούλησης, την έλλειψη βούλησης
  • вышеозначенный στα ελληνικά - προαναφερθείσα, προαναφερθείσες, προαναφερθέντα, προαναφερόμενη, προαναφερθέν
Τυχαίες λέξεις
Короновать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θήκη, στέμμα, κορόνα, κορώνα, στεφάνι, κόμης, κορώνας