Корпускула στα ελληνικά

Μετάφραση: корпускула, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύτταρο, σωμάτιο, μόριο, αιμοσφαίριο, αιμοσφαιρίων, corpuscle
Корпускула στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акцентировать στα ελληνικά - στίζω, τονίζω, στρες, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, ...
  • богословие στα ελληνικά - θεολογία, θεολογίας, Θεολογικής, Θεολογική, τη θεολογία
  • воеводство στα ελληνικά - αρμοδιότητα, επαρχία, είδος υφάσματος, Σιλεσίας, Σιλεσία, Silesia, Δυτικής Πομερανίας
  • вырез στα ελληνικά - σχισμή, κοπή, κόψιμο, κόβω, εγκοπή, εγκοπής, notch, ...
Τυχαίες λέξεις
Корпускула στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύτταρο, σωμάτιο, μόριο, αιμοσφαίριο, αιμοσφαιρίων, corpuscle