Λέξη: καραφλός

Σχετικές λέξεις: καραφλός

ανδρέας καραφλός, καραφλός ή φαλακρός, καραφλός φαλακρός, καραφλός ετυμολογία, καραφλός ηλεκτρικά, εισαγγελέας καραφλός

Μεταφράσεις: καραφλός

καραφλός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bald

καραφλός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calvo, calva, calvos, calvo que, bald

καραφλός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trocken, nackt, federlos, kahl, dürftig, armselig, frech, kahlköpfig, kahlen, Glatze, Weißkopf

καραφλός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ras, ouvert, effronté, chauve, tête blanche, à tête blanche, chauves, bald

καραφλός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pelato, calvo, calva, bald, pelata

καραφλός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
careca, abo, calvo, Bald, calva, Águia

καραφλός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kaal, kaalhoofdig, kale, Bald, De kale, Het kale

καραφλός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
безволосый, прямой, оголенный, плешивый, убогий, лисий, неприкрашенный, бесцветный, неприкрытый, простой, лысый, лысым, лысая, лысого, лыс

καραφλός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skallet, bald, lete, skallete, lede

καραφλός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skallig, skalliga, bald, kala, flintskallig

καραφλός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kalju, häpeämätön, hävytön, paljas, Bald

καραφλός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skaldet, Bald, skaldede, hvidhovedet, Kahl

καραφλός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
holohlavý, plešatý, lysý, neskrývaný, bělohlavý, bald, plešatá

καραφλός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezlistny, jawny, łysy, Bald, łysa, ysy

καραφλός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
száraz, lombtalan, letarolt, tar, tollatlan, sivár, kopasz, Bald

καραφλός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzsüz, dazlak, kel, bald, kel bir, saçsız

καραφλός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лисий, прямій, простій, безколірний, убогий, Відсутнє, голомозий

καραφλός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tullac, shogët, e shogët, rruhet

καραφλός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плешив, плешива, плешивото, плешивата, плешивият

καραφλός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лысы, Лысый

καραφλός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alasti, kiilas, ilustamata, Bald, kiilakas, paljas, kiilaspäine

καραφλός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustoj, običan, ogoljen, pust, ćelav, bezbojan, ćelavi, ćelava, oćelavljelu, bald

καραφλός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sköllóttur, skalla, sköllóttr, Bald, snoðinn

καραφλός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
calvus

καραφλός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plikas, nuplikęs, nepagražintas, be augmenijos, nepridengtas

καραφλός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plikpaurains, kails, pliku, bald, plikgalvains, bāls

καραφλός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќелав, ќелава, ќелави, ќелаво, гола

καραφλός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chel, chelie, cheală, pleșuv, bald

καραφλός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plešast, pleša, plešasti, bald, plešasta

καραφλός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holohlavý, lysý, holý, plešatý, plešivý
Τυχαίες λέξεις