Коррекция στα ελληνικά
Μετάφραση: коррекция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διόρθωμα, διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актинический στα ελληνικά - ακτινική, ακτινικής, ακτινικές, ακτινικών, ακτινικό
- безволие στα ελληνικά - έλλειψη βούλησης, έλλειψη θέλησης, έλλειψης βούλησης, η έλλειψη βούλησης, την έλλειψη βούλησης
- воодушевляться στα ελληνικά - διανύω, βρίσκομαι, είμαι, ζέσταμα, ζεσταθεί, προθέρμανση, προθέρμανσης, ...
- вёрстка στα ελληνικά - σχέδιο, διάταξη, διάταξης, διαρρύθμιση, τη διάταξη
Τυχαίες λέξεις
Коррекция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διόρθωμα, διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
Μεταφράσεις: διόρθωμα, διόρθωση, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση