Λέξη: κατολίσθηση
Σχετικές λέξεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση αφγανιστάν, κατολίσθηση στη σαντορίνη, κατολίσθηση ουάσιγκτον, κατολίσθηση στις ηπα, κατολίσθηση στο αφγανιστάν, κατολίσθηση στην ουάσινγκτον, κατολίσθηση σαντορίνη, κατολίσθηση στην καλντέρα - συγκλονιστικό βίντεο, κατολίσθηση ηπα, κατολίσθηση στην καλντέρα
Συνώνυμα: κατολίσθηση
ολίσθηση
Μεταφράσεις: κατολίσθηση
κατολίσθηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
landslide, sliding, a landslide, landslip, avalanche
κατολίσθηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corredizo, deslizamiento, deslizante, corredera, de deslizamiento
κατολίσθηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bergrutsch, erdrutsch, gleitend, verschiebbar, Schiebe, gleitenden, Schiebetüren
κατολίσθηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éboulement, fontis, glissement, glissant, coulissant, coulissante, coulissement
κατολίσθηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
smottamento, scorrevole, scorrevoli, scorrimento, di scorrimento, scivolare
κατολίσθηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
derrocadas, deslizamento, corrediço, deslizante, deslizando, correr
κατολίσθηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aardverschuiving, schuif-, glijdend, schuiven, glijden, glijdende
κατολίσθηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оползень, падение, обвал, скользящий, скольжение, скольжения, раздвижная, раздвижные
κατολίσθηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skred, skyve, glid, sklir, glidende
κατολίσθηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
glidande, glid, skjut, skjutbara, glider
κατολίσθηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vyöry, maanvieremä, vieremä, liukuva, liukuovet, liu'uttamalla, liukuvan, liukuovi
κατολίσθηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
glidende, glide, skubbe, glider, at skubbe
κατολίσθηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sesuv, klouzání, posuvné, posuvných, posuvná, posuvnými
κατολίσθηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obsunięcie, zsuw, osuwisko, ślizgowy, przesuwny, przesuwne, przesuwnych, przesuwając
κατολίσθηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csúszó, tolóajtó, a csúszó, toló, eltolható
κατολίσθηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heyelan, sürgülü, kayar, kayma, kayan, sürme
κατολίσθηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ландшафт, ковзний, ковзаючий, ковзає, що ковзає, змінний
κατολίσθηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrëshqitje, rrëshqitur, lëvizshëm, rrëshqitje e, me rrëshqitje
κατολίσθηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плъзгане, плъзгащ се, плъзгащи, плъзгаща, плъзгащи се
κατολίσθηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слізгальны, зменны, слізгальная, слізготны, імчыцца
κατολίσθηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maalihe, liug, libistades, sliding, libisemist, libiseva
κατολίσθηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odronjavanje, klizeći, klizna, kliznim, klizni, klizanjem
κατολίσθηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
jarðfall, renna, að renna, því að renna, rennihurð
κατολίσθηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuošliauža, stumdomas, stumdomos, slydimo, slankiosios, stumdami
κατολίσθηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nogruvums, bīdāmās, bīdāmo, bīdāmas, slīdēšanu, bīdāmie
κατολίσθηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лизгачки, лизгање, лизгачка, лизгање на, подвижна
κατολίσθηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alunecare, glisante, de alunecare, culisante, glisantă
κατολίσθηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drsna, drsenje, drsni, drsnih, drsnimi
κατολίσθηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kĺzanie, kĺzaniu, šmýkaniu, kĺzania, šmýkanie
Τυχαίες λέξεις