Кредитовать στα ελληνικά

Μετάφραση: кредитовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίστωση, διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, χρηματοδοτώ, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό
Кредитовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоприятный στα ελληνικά - ευοίωνος, πανηγύρι, επίκαιρος, δίκαιος, ευμενής, τυχερός, καλοκάγαθος, ...
  • взваливать στα ελληνικά - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
  • годовик στα ελληνικά - ενός έτους, yearling, χρονιάρικα, των καθαρόαιμων νεαρών, καθαρόαιμων νεαρών
  • декадент στα ελληνικά - παρηκμασμένος, παρακμιακή, παρακμιακό, παρηκμασμένη, παρακμιακά
Τυχαίες λέξεις
Кредитовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίστωση, διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ, χρηματοδοτώ, πίστη, πιστωτικών, πιστωτική, πιστωτικό