Критичный στα ελληνικά
Μετάφραση: критичный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωτικός, κρίσιμος, καίριος, δικαστικός, δικανικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- белорусский στα ελληνικά - Λευκορωσίας, της Λευκορωσίας, λευκορωσική, λευκορωσικό, Λευκορώσους
- бельгийский στα ελληνικά - Βέλγος, βελγικός, βελγική, βελγικές, βελγίου
- втиснуть στα ελληνικά - πιέζω, πρεσάρω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
- живописать στα ελληνικά - εικόνα, απεικονίζουν, απεικονίζει, απεικονίσει, παριστάνουν, αναπαριστούν
Τυχαίες λέξεις
Критичный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωτικός, κρίσιμος, καίριος, δικαστικός, δικανικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική
Μεταφράσεις: ζωτικός, κρίσιμος, καίριος, δικαστικός, δικανικός, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κριτική