Λέξη: λάμψη

Σχετικές λέξεις: λάμψη

λάμψη fm live καβαλα, λάμψη φμ, λάμψη fm, λάμψη συνώνυμα, λάμψη χθες το βράδυ στον ουρανό της ηλείας, λάμψη στο μάτι, λάμψη επεισόδια, λάμψη imdb, λάμψη ταινία, λάμψη της ορθοδοξίας, η λάμψη, λάμψη fm live

Συνώνυμα: λάμψη

πύρωση, λαμπρότητα, φωτοβολίδα, αναλαμπή, φλάς, αστραπή, αντηλιά, αίγλη, ανταύγεια, αιθρία, γυάλισμα, στίλβωμα, στιλπνότητα, στιλπνότης, αστραφτερό στολίδι, λαμπρός, ακτινοβολία, μεγαλείο, λαμπρότης, επίδειξη, δημοσιότητα, φως, στίλβη, εξυπνάδα, έκλαμψη, μεγαλοπρέπεια

Μεταφράσεις: λάμψη

λάμψη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
twinkle, glare, glow, shine, glitter, flash, luster

λάμψη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fulgor, resplandor, parpadear, relumbrar, centellear, brillo, resplandecer, arder, brillar, shine, el brillo, brille

λάμψη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leuchten, glanz, glüht, schimmer, blendung, glühen, anblitzen, blinken, feuer, Glanz, shine, glänzen

λάμψη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ciller, briller, éclat, éclairer, lueur, rougeoyer, papilloter, chaleur, resplendissement, luire, éclair, rayonnement, scintiller, clignoter, étinceler, trembloter, brillance, brillant, cirage

λάμψη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ardore, splendore, fulgore, barlume, sprazzo, splendere, brillare, lucentezza, risplendere, lustro

λάμψη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
luva, ardor, abrasar, fulgor, brilho, brilhar, Equipamento para engraxar os, Equipamento para engraxar, shine

λάμψη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
glans, gloed, gloeien, blaken, vuur, glanzen, schijnen, glanst, shine

λάμψη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пыл, раскраснеться, задор, рдеть, мгновение, тлеть, излучать, сверкать, мигание, мерцать, взгляд, сиять, сияние, блистать, жар, блеск, обуви, светить, светиться

λάμψη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glans, glitre, skinne, shine, glansen, skinner

λάμψη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hetta, tindra, blinka, glans, glimma, sken, strålning, glöd, lysa, shine, lyster

λάμψη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuikkia, pilke, hohde, pällistellä, helottaa, kuulto, tuijottaa, mulkoilla, kiiltää, vilkkua, säteillä, kiilua, kuumottaa, paiste, kuultaa, silmänräpäys, paistaa, kiiltoa, shine, loistaa

λάμψη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ild, blinke, skinne, glans, shine, Pudsning, lyse

λάμψη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zápal, blikat, plát, mrkat, jiskřit, pozlátko, mžikat, žár, svit, horlivost, plamen, hořet, okamžik, blikání, horko, mrkání, lesk, bot, Shine, leštit

λάμψη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ogień, błyszczeć, jarzyć, olśnienie, migotać, blask, żar, świetlic, blichtr, skrzyć, świecić, jaśnieć, błyskać, poświata, łuna, mrugać, połysk, czyszczenie, polerowania

λάμψη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhevülés, szemvillanás, kihevülés, izzás, fixírozás, hunyorgás, ragyog, fényét, ragyogjon, fényt, shine

λάμψη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
parlaklık, Shine, parlak, Parlatıcı, parlatma

λάμψη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мить, запал, жевріти, сяйво, миготіння, сяяти, жар, мигтіти, блиск, блеск, блиску

λάμψη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
xixëllon, shndrit, ndriçim, lustër, shkëlqim, ndrit

λάμψη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жар, блясък, обувки, на обувки, блясъка, свети

λάμψη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блiскучы, бляск, блеск

λάμψη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hõõguma, altkulmupilk, helendama, kiiskama, välkuma, vilkuma, helk, vilkuja, kuma, sära, särada, läike, shine, läige

λάμψη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gorjeti, uzbuđenje, blistati, bliještati, bliještanje, treperiti, svjetlucati, sjaj, sijati, svjetlost, cakliti, uglancati

λάμψη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
glóa, skína, Shine, skín, gljáa

λάμψη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
blizgesys, spindesys, valymo, blizgesį, blizginimo

λάμψη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spīdēt, tīrītājs, spīd, spīdumu, shine

λάμψη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Блесок, сјај, сјајот, блескаат, грее

λάμψη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
luciu, strălucire, stralucire, strălucească, straluceasca

λάμψη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
shine, sijaj, lesk, čevljev, soncu

λάμψη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hnutí, tlieť, lesk

Στατιστικά δημοτικότητας: λάμψη

Τυχαίες λέξεις