Λέξη: ποικίλος
Σχετικές λέξεις: ποικίλος
ποικίλοσ αγγλικά, ποικίλος συνώνυμα
Συνώνυμα: ποικίλος
ανομοιόμορφος, παρδαλός, διάφορος, πάντος είδους, ποικιλόχρωμος, ανάμικτος, ανάμεικτος
Μεταφράσεις: ποικίλος
ποικίλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assorted, varied, diverse, miscellaneous, varicolored, motley
ποικίλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
variado, variada, variados, variadas, variedad
ποικίλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abwechslungsreich, unterschiedlich, vielfältig, vielseitig, abwechslungsreiche
ποικίλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mixte, divers, assorti, varié, variée, variés, variées
ποικίλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vario, varia, variegata, variegato, varie
ποικίλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
variado, variada, variadas, variados, variou
ποικίλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwisselend, verschillend, gevarieerd, gevarieerde, uiteenlopende
ποικίλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подходящий, смешанный, разнообразный, разнообразны, разнообразна, разнообразен, разнообразными
ποικίλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
variert, varierte
ποικίλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
varierad, varierat, varierande, varierade, omväxlande
ποικίλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
useat, erilaiset, sekalainen, sekalaiset, vaihteleva, monipuolinen, monipuolisen, vaihteli, eri
ποικίλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
varieret, varierede, varieres, afvekslende, varierende
ποικίλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozmanitý, pestrý, pestrá, rozmanité, rozmanitá, pestrou
ποικίλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
różnorodny, urozmaicony, różny, zróżnicowane, urozmaicone
ποικίλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
osztályozott, változatos, különböző, változó, különféle
ποικίλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çeşitli, değişik, zengin, farklı, çeşitlidir
ποικίλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
придатний, класифікований, підхожий, змішаний, різноманітний, найрізноманітніший
ποικίλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i larmishëm, ndryshme, të ndryshme, larmishme, e ndryshme
ποικίλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разнообразен, разнообразна, разнообразни, разнообразно, варира
ποικίλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
разнастайны
ποικίλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaheldusrikas, mitmekesine, erinevad, erinevaid, mitmekesist
ποικίλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raznolik, raznolika, različiti, raznovrstan, raznovrsna
ποικίλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjölbreytt, mismunandi, fjölbreyttari, fjölbreyttur, fjölbreytta
ποικίλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įvairus, įvairi, įvairūs, įvairios, svyravo
ποικίλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
daudzveidīgs, daudzveidīga, daudzveidīgas, svārstījās, daudzveidīgi
ποικίλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разновидни, разновидната, различни, различните, разновидна
ποικίλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diferit, variat, variate, variată, variat de, a variat
ποικίλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
raznolika, raznolike, pestra, raznoliko, raznolik
ποικίλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pestrý, rozmanitý, bohatý
Τυχαίες λέξεις