Крупный στα ελληνικά

Μετάφραση: крупный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταγματάρχης, τεράστιος, μεγάλος, αισχρός, χοντρός, αγροίκος, απίθανος, πρόστυχος, ακαθάριστος, σημαντικός, χονδροειδής, βαρύς, ογκώδης, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Крупный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ад στα ελληνικά - κόλαση, πανδαιμόνιο, την κόλαση, διάολο, άδη, κόλασης
  • вздуть στα ελληνικά - φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
  • впитать στα ελληνικά - απορροφώ, απολαύστε, μουλιάσει, απορροφούν, ενυδατώστε, μουλιάστε
  • выварить στα ελληνικά - αποσπώ, εκχύλισμα, βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Τυχαίες λέξεις
Крупный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταγματάρχης, τεράστιος, μεγάλος, αισχρός, χοντρός, αγροίκος, απίθανος, πρόστυχος, ακαθάριστος, σημαντικός, χονδροειδής, βαρύς, ογκώδης, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα