Купать στα ελληνικά
Μετάφραση: купать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπανιέρα, λουτρό, λούζομαι, μπάνιο, λούζω, περιλούω, λούομαι, λούω, το μπάνιο
Μεταφράσεις
- батарейка στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
- бельгия στα ελληνικά - Βέλγιο, Βελγίου, το Βέλγιο, στο βέλγιο, του Βελγίου
- бессменный στα ελληνικά - μόνιμος, διαρκής, μόνιμη, μόνιμης, μόνιμο
- должник στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
Τυχαίες λέξεις
Купать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπανιέρα, λουτρό, λούζομαι, μπάνιο, λούζω, περιλούω, λούομαι, λούω, το μπάνιο
Μεταφράσεις: μπανιέρα, λουτρό, λούζομαι, μπάνιο, λούζω, περιλούω, λούομαι, λούω, το μπάνιο