Λέξη: ταριχεύω

Συνώνυμα: ταριχεύω

θεραπεύω, ιατρεύω, γιατρεύω, παστώνω, εμβρέχω, βουτώ εις άλμην, καταβρέχω, ταριχεύω νεκρό

Μεταφράσεις: ταριχεύω

ταριχεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mummify, embalm, souse

ταριχεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
embalsamar, momificar, escabeche, borracho, souse, el souse, souse de

ταριχεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eintauchen, souse, wurstart, Pökelfleisch

ταριχεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ivrogne, souse, marinade, tremper dans, poivrot

ταριχεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immergere, souse, marinare, inzuppare

ταριχεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
embalsamar, emancipar, escabeche, salmoura, mergulhar em água, atirar para a água, encharcar

ταριχεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
saus, pekelen, sauzen, pekel, souse

ταριχεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ссыхаться, мумифицировать, бальзамировать, наполнять, рассол, соус, пропойца, пьяница, солить

ταριχεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
souse

ταριχεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
souse, blöta, öser

ταριχεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
marinoida, souse, kastaa, säilöä

ταριχεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
souse, dukke, dukke sig

ταριχεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
navonět, mumifikovat, balzamovat, marináda, ponořit, marinovat, omáčce, souse

ταριχεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mumifikować, balsamować, zabalsamować, zmumifikować, wysychać, perfumować, marynować, libacja, marynata, pikować, biba

ταριχεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
páclé, bepácol, besóz, Souse, bemártás

ταριχεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mumyalamak, ayyaş, salamura, salamura yapma, içki alemi, salamuraya bastırmak

ταριχεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бальзамуйте, бальзамувати, муміфікує, розсіл, розсоли, Розсол, ропа

ταριχεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lag, njom, njomje, fus në ujë, lagie

ταριχεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пача, пияница, марината, напивам, мариноване

ταριχεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
расол, рассол

ταριχεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mumifitseerima, palsameerima, soolvesi, Kasta, Marinoida, Salve

ταριχεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
balzamirati, opiti, rasol, zamakati, namakanje, pijanica

ταριχεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sósu, sósu Borin

ταριχεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
slėgtainis, marinuota silkė, pasigėrimas, pikiravimas, marinuota mėsa

ταριχεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
souse

ταριχεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
souse

ταριχεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se năpusti, năpusti, marina, saramură, marinată

ταριχεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pijanec

ταριχεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
marináda
Τυχαίες λέξεις