Λέξη: υποκατάστημα

Σχετικές λέξεις: υποκατάστημα

υποκατάστημα στα αγγλικά, υποκατάστημα τράπεζας πειραιώς, υποκατάστημα πειραιώς, υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρείας, υποκατάστημα αλλοδαπής εταιρείας στην ελλάδα, υποκατάστημα ασφαλισμένων του εντασσόμενου κλάδου σύνταξης ταπ οτε, υποκατάστημα alpha bank, υποκατάστημα εθνικής τράπεζας, υποκατάστημα δικηγορικού γραφείου

Συνώνυμα: υποκατάστημα

κλάδος, διακλάδωση

Μεταφράσεις: υποκατάστημα

υποκατάστημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
branch, a branch, branch of, branch office, subsidiary

υποκατάστημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
brazo, ramo, ramificarse, filial, sucursal, rama, bifurcarse, ramificación, rama de, la rama

υποκατάστημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verzweigung, filiale, zweigniederlassung, zweig, kontor, springen, ausläufer, niederlassung, verzweigen, branche, ast, abteilung, Niederlassung, Ast, Zweig, Filiale, Zweigniederlassung

υποκατάστημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bifurquer, ramifier, branchement, saut, section, embranchement, branche, épaule, spécialité, filiale, rejeton, succursale, ramification, brancher, agence, bras, Direction générale, la branche

υποκατάστημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frasca, filiale, branca, succursale, ramo, ramo di

υποκατάστημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sucursal, ramo, galho, filial, ramificação

υποκατάστημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afdeling, tak, aftakking, depot, filiaal, bijkantoor, branche

υποκατάστημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расширяться, сектор, ветвь, дисциплина, ответвиться, подраздел, хворостина, ответвление, переходить, подразделение, отрог, ветка, отдел, служба, область, отделение, филиал, филиала, отрасль

υποκατάστημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gren, filial, grein, grenen, avdelings, avslaget

υποκατάστημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filial, gren, grenen, filialen, förgrena

υποκατάστημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haara, haarakonttori, sivuliike, haarautua, haaraliike, erkaantua, poiketa, haarukka, oksa, ala, branch, sivuliikkeen, sivukonttori

υποκατάστημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filial, gren, afdeling, branchen, branche

υποκατάστημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odskok, odbočka, odvětví, rozvětvit, filiálka, rozvětvení, větev, obor, sekce, pobočka, rameno, rozvětvovat, pobočky

υποκατάστημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozgałęziać, gałązka, latorośl, ekspozytura, rozwidlać, oddział, ramię, odgałęziać, ajencja, rozchodzić, konar, odgałęzienie, odnoga, gałąź, filia, branża, gałęzi

υποκατάστημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ág, ága, fióktelep, ágazati, ágazat

υποκατάστημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, dal, Branch, dalı, şubesi

υποκατάστημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віта, філія, вітка, рукав, галузь, філіал, філію, филиал, філії

υποκατάστημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
degë, dega, degës, dega e, degë e

υποκατάστημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клон, отрасъл, филиал, клона

υποκατάστημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рука, галiна, філіял, філія

υποκατάστημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haru, hargnema, oks, filiaal, filiaali, osakond

υποκατάστημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
granati, grana, granu, grananje, faza, grane, ogranak, podružnica, poslovnica

υποκατάστημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvísl, kvistur, hrísla, grein, útibú, útibúið, greinin

υποκατάστημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
stipes

υποκατάστημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šaka, skyrius, filialas, filialo, padalinys

υποκατάστημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zars, filiāle, nozare, filiāli

υποκατάστημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филијали, гранка, филијала, филијалата, огранок

υποκατάστημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ramură, sucursală, ramura, sucursale, sucursala

υποκατάστημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
veja, podružnica, podružnice, branch, panoge

υποκατάστημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pobočka, vetva, vetvu, branch, konár

Στατιστικά δημοτικότητας: υποκατάστημα

Τυχαίες λέξεις