Кушанье στα ελληνικά
Μετάφραση: кушанье, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλεύση, φαγητό, γεύμα, ακαταστασία, πιάτο, τροφή, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- влюбчивость στα ελληνικά - ευπάθεια, ευαισθησία, ερωτοληψία
- волнистость στα ελληνικά - κελαρύζω, κυματισμός, κυμάτισμα, κύμα, οδόντωσης, οδοντώσεων, κυματισμό, ...
- дружественный στα ελληνικά - φιλικός, φιλικό προς, φιλική προς, φιλικό προς το, φιλική προς το
- дурнота στα ελληνικά - πλήξη, λιποθυμική τάση, τάση για λιποθυμία, faintness, λιποθυμικάς, λιποθυμικών
Τυχαίες λέξεις
Кушанье στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλεύση, φαγητό, γεύμα, ακαταστασία, πιάτο, τροφή, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
Μεταφράσεις: πλεύση, φαγητό, γεύμα, ακαταστασία, πιάτο, τροφή, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο