Λέξη: υγιεινός
Σχετικές λέξεις: υγιεινός
υγιεινός συνώνυμα, υγιεινός τρόπος ζωής, υγιεινός ύπνος, υγιεινός καφές, υγιεινός μουσακάς, υγιεινός τρόπος διαβίωσης, υγιεινός τρόπος μαγειρέματος
Συνώνυμα: υγιεινός
υγιής, σωτήριος, ευεργετικός, σωτηριακός, ωφέλιμος, θεραπευτικός, εξυγιαντικός, υγειονομικός
Μεταφράσεις: υγιεινός
υγιεινός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wholesome, healthy, healthful, hygienic, sanitarian
υγιεινός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sano, saludable, sana, sanos, saludables
υγιεινός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesund, gesunde, gesunden, gesundes, gesundheit
υγιεινός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sain, salubre, valide, saine, santé, bonne santé, en bonne santé
υγιεινός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sano, salubre, sana, sani, salute, salutare
υγιεινός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
são, saudável, saudáveis, saúde, sadio
υγιεινός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezond, gezonde, gezondheid, een gezonde
υγιεινός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
здравый, благотворный, полезный, здоровый, здоровым, здоровой, здоровыми, здоровая
υγιεινός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sunn, sunt, sunne, frisk, friske
υγιεινός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hälsosam, friska, frisk, sund, sunt
υγιεινός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
terve, terveellinen, terveen, terveellistä, terveitä
υγιεινός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sund, sundt, sunde, en sund, raske
υγιεινός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdravý, zdravé, zdravým, zdravá, zdraví
υγιεινός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdrowy, zdrowotny, zdrowe, zdrowych, zdrowego, zdrowa
υγιεινός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egészséges, az egészséges, egészségesek
υγιεινός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sağlıklı, sağlıklı bir, sağlam
υγιεινός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оптово, оптово-збутовий, оптовий, здоровий, здорова, здорового, здоровіший, здорове
υγιεινός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i shëndetshëm, shëndetshme, të shëndetshme, shëndetshëm, të shëndetshëm
υγιεινός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
здравословен, здрав, здрави, здравословна, здравословно
υγιεινός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
здаровы, здаровае, здаровая
υγιεινός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hulgihind, tervislik, terve, tervisliku, tervete, tervislike
υγιεινός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zdrav, koristan, bezopasan, zdrava, zdravi, zdravo, zdrave
υγιεινός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hollur, heilbrigt, heilbrigður, heilbrigð, heilbrigðum, heilbrigða
υγιεινός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sveikas, sveika, sveiką, sveiki, sveikos
υγιεινός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veselīgs, vesels, veselīgu, veselīgi, veselīga
υγιεινός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
здраво, здрава, здрави, здрав, здравата
υγιεινός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sănătos, sănătoasă, sanatos, sanatoasa, sănătoase
υγιεινός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zdravo, zdrava, zdrav, zdravi, zdrave
υγιεινός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdravý, zdravého