Лава στα ελληνικά
Μετάφραση: лава, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβγάς, κωπηλατώ, χιονοστιβάδα, πάγκος, πλημμύρα, παγκάκι, έδρα, έδρανο, πλημμύρες, οδηγώ, κατακλύζω, σειρά, διάταξη, πλημμυρίζω, λάβα, λάβας, της λάβας, από λάβα, τη λάβα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- архидьякон στα ελληνικά - αρχιδιάκονος, αρχιδιάκονο, αρχιδιακόνου του, αρχιδιακόνου, ο αρχιδιάκονος
- бивуак στα ελληνικά - νυκτοφυλακή, στρατοπεδεύω, bivouac, καταυλισμό, μπιβουάκ
- бронежилет στα ελληνικά - φανελάκι, φανέλα, αλεξίσφαιρο γιλέκο, αλεξίσφαιρα γιλέκα, αλεξίσφαιρο γιλέκο το
- гипотенуза στα ελληνικά - υποτείνουσα, υποτείνουσας, hypotenuse, την υποτείνουσα, υποτείνουσα να
Τυχαίες λέξεις
Лава στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβγάς, κωπηλατώ, χιονοστιβάδα, πάγκος, πλημμύρα, παγκάκι, έδρα, έδρανο, πλημμύρες, οδηγώ, κατακλύζω, σειρά, διάταξη, πλημμυρίζω, λάβα, λάβας, της λάβας, από λάβα, τη λάβα
Μεταφράσεις: καβγάς, κωπηλατώ, χιονοστιβάδα, πάγκος, πλημμύρα, παγκάκι, έδρα, έδρανο, πλημμύρες, οδηγώ, κατακλύζω, σειρά, διάταξη, πλημμυρίζω, λάβα, λάβας, της λάβας, από λάβα, τη λάβα