Λέξη: πανέτοιμος

Συνώνυμα: πανέτοιμος

άγρυπνος, έξυπνος, σβέλτος, έτοιμος για δράση

Μεταφράσεις: πανέτοιμος

πανέτοιμος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ready, revved, full strength, revved up, at full strength, all set

πανέτοιμος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prevenido, preparado, listo, revolucionada, acelerado, revved, aceleró, revved para

πανέτοιμος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
willig, fertig, kochen, zu, los!, bereit, vorbereiten, Touren, revved, auf Touren, dreht, gedreht

πανέτοιμος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
preste, fini, préparer, prompt, vite, fait, dispose, rapide, expéditif, paré, prêt, emballent, revved, se emballent

πανέτοιμος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
preparato, preparare, disposto, pronto, su di giri, revved, giri, di giri

πανέτοιμος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pronto, disposto, readmitir, prestes, aceleraram, acelerou, acelerado, revved, acelerava

πανέτοιμος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klaar, afgelopen, af, gereed, veel toeren, revved, toeren worden, autoliefhebbers aan hun trekken, veel toeren worden

πανέτοιμος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
находчивый, предрасположенный, оборотистый, бойкий, легкий, склонный, готовый, согласный, подготовленный, приготовленный, ловкий, наличный, урчит, увеличена скорость, взревел, газануться

πανέτοιμος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
villig, ferdig, klar, revved, vertikale, ruset, brummer, fartsfylte

πανέτοιμος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
beredd, färdig, revved, varvade

πανέτοιμος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aulis, valmistaa, kärkäs, valmistunut, ripeä, revved, villiintyä, kiihdytetään, kiihdyttivät

πανέτοιμος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
færdig, tilberede, parat, revved, speedede op, speedede

πανέτοιμος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přichystat, připravit, hbitý, ochotný, rychlý, hotový, připravený, zavyl, roztočení, rozpumpovala

πανέτοιμος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gotowy, ochoczy, szybki, gotów, skwapliwy, na chodzie, chodzie, revved, wysokich obrotach, na wysokich obrotach

πανέτοιμος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elkészülni, készen, gyors, felpörgött, revved

πανέτοιμος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amade, hazır, tayyar, revved, kapılır, heyecana kapılır, hız vermiş, motivasyonlarını arttır

πανέτοιμος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
читається, бурчить, гурчить, гарчить, мурчить, урчит

πανέτοιμος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gati, revved

πανέτοιμος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
форсира, възнаградите, във форма, изрева

πανέτοιμος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
буркуе, бурчыць

πανέτοιμος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valmistuma, klaar, valmis, revved

πανέτοιμος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
spreman, okretan, spremno, hitar, voljan, oživjela, revved, turirao

πανέτοιμος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
búinn, reiðubúinn, tilbúinn, revved

πανέτοιμος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
alacer, promptus

πανέτοιμος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gatavas, revved

πανέτοιμος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gatavot, gatavs, gatavoties, revved

πανέτοιμος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
revved

πανέτοιμος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gata, ambalat, revved, turat, mări turația, turatie maxima

πανέτοιμος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
revved

πανέτοιμος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hotovo, hotov, hotový, zavyl, zavil, zreval, zareval
Τυχαίες λέξεις