Лай στα ελληνικά
Μετάφραση: лай, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φλοιός, κόλπος, γάβγισμα, γαύγισμα, την αποφλοίωση, γαύγισμα του, η αποφλοίωση
![Лай στα ελληνικά Лай στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-ru-gr-15369.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедный στα ελληνικά - ακατάστατος, αξιολύπητος, άπαχος, γέρνω, ελεεινός, οικτρός, στείρος, ...
- бескрайний στα ελληνικά - άπειρος, απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
- больно στα ελληνικά - οδυνηρά, πονάει, που πονάει, βλάπτει, πονάτε, πλήττει την
- гороскоп στα ελληνικά - πρόσωπο, αριθμός, ωροσκόπιο, Ζωόδιο, Ωροσκοπιο, ωροσκοπίου, ανα Ωροσκοπιο
Τυχαίες λέξεις
Лай στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φλοιός, κόλπος, γάβγισμα, γαύγισμα, την αποφλοίωση, γαύγισμα του, η αποφλοίωση
Μεταφράσεις: φλοιός, κόλπος, γάβγισμα, γαύγισμα, την αποφλοίωση, γαύγισμα του, η αποφλοίωση