Легализовать στα ελληνικά
Μετάφραση: легализовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алидада-высотомер στα ελληνικά - ετικέτα, alidade
- аромат στα ελληνικά - ευωδία, μυρωδιά, καρυκεύω, μυρίζω, ουσία, ευωδιά, άρωμα, ...
- дед στα ελληνικά - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
- жокей στα ελληνικά - τζόκεϊ, αναβάτης, Jockey, το Jockey, του Jockey
Τυχαίες λέξεις
Легализовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Μεταφράσεις: κυρώνω, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί