Λέξη: ανεμόπτερο

Σχετικές λέξεις: ανεμόπτερο

ανεμόπτερο english, ανεμόπτερο βικιπαίδεια, ανεμόπτερο τιμη, ανεμόπτερο πλαγιάς

Συνώνυμα: ανεμόπτερο

ανεμοπλάνο, γλιστρών

Μεταφράσεις: ανεμόπτερο

ανεμόπτερο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
glider, sailplane, paragliding, gliding, paraglider

ανεμόπτερο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
planeador, parapente, vela, planeador de, del planeador

ανεμόπτερο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
segelflieger, segelflugzeug, Segelflugzeug, Gleitschirm, Gleiter, Segler

ανεμόπτερο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
planeur, aile, parapente, voile, planeurs

ανεμόπτερο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aliante, vela, parapendio, glider, delta

ανεμόπτερο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deslize, planar, planador, asa, glider, planador do, parapente

ανεμόπτερο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zweefvliegtuig, zeilvliegtuig, glider, glijder, zweefvliegen, zwever

ανεμόπτερο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
планёр, планер, планерист, планер в, планера, параплан, глайдер

ανεμόπτερο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glider, skjermen, glideren, glidefly, seilfly

ανεμόπτερο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
segelflygplan, glidflygplan, glider, glidare

ανεμόπτερο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purjelentokone, glider, liidokki, purjelentokoneen, liitimen

ανεμόπτερο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svævefly, glider, flyet, glideren, svæveflyet

ανεμόπτερο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
větroň, kluzák, kluzáku, glider, kluzáků

ανεμόπτερο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szybowiec, lotniarz, lotnia, szybownik, glider, szybowca, paralotnia, szybowców

ανεμόπτερο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vitorlázó repülőgép, vitorlázó, vitorlázógép, ernyő, glider

ανεμόπτερο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
planör, kanat, glider, paraşüt, Uçuş Aletleri

ανεμόπτερο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
планер, планерист, планерів

ανεμόπτερο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
avion pa motor, Glider, pa motor, aeroplani pa motor

ανεμόπτερο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
планер, безмоторен самолет, глайдер, хидроплан

ανεμόπτερο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
планёр

ανεμόπτερο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
glisser, purilennuk, purilennuki, samuti purilennuki, glider, purilendur

ανεμόπτερο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jedrilica, zmajem, za klizanje, klizanje, zmajevima

ανεμόπτερο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sviffluga, svifflug, Glider, sviffluga kúla sifter

ανεμόπτερο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sklandytuvas, Glider, parasparnis, sklandytuvo, sklandytuvą

ανεμόπτερο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
planieris, planiera, glider, planieri, paraplānu

ανεμόπτερο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
едрилица, планер

ανεμόπτερο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
planor, planorul, parapanta, glider, de planor

ανεμόπτερο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
jadralno letalo, padalo, glider, Jadralec, jadralno

ανεμόπτερο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klzák, vetroň
Τυχαίες λέξεις