Λέξη: χλευαστικός

Συνώνυμα: χλευαστικός

ειρωνικός, γελοίος

Μεταφράσεις: χλευαστικός

χλευαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scornful, snide, derisive, contumelious

χλευαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
despectivo, desdeñoso, burlón, burlona, irrisorio, de burla

χλευαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verächtlich, höhnisch, abfällig, unterhaltsam, spöttischen, spöttische, derisive, Hohn

χλευαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
narquois, méprisant, dédaigneux, faux, supposé, moqueur, dérisoire, dérision, de dérision, ironique

χλευαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sprezzante, falso, derisorio, irrisorio, scherno, derisione, derisoria

χλευαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irrisório, irônica, derisive, escárnio, zombeteiro

χλευαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
honend, spottend, spottende, belachelijke, derisive

χλευαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
презрительный, подлый, нечестный, уничижительный, низкий, насмешливый, фальшивый, насмешливое, насмешливым, издевательский, насмешливо

χλευαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hånlig, derisive, høylydt buing fra, spott, høylydt buing

χλευαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spotsk, hånfull, hånfulla, hånfullt

χλευαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kyyninen, herjaava, pilkallinen, derisive, pilkallisesti, ivallista, pilkkaavana

χλευαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spottende, hånlig, latterliggørende, nedsættende, spotsk

χλευαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opovrhující, pohrdavý, pohrdající, opovržlivý, padělek, nepravý, výsměšný, posměšný, výsměšné, jízlivý

χλευαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzgardliwy, złośliwy, fałszywy, pogardliwy, szyderczy, drwiący, derisive, szyderczym, szyderstwo

χλευαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gúnyos, gúnyosan, gúnyolódó, csúfondáros, gúnnyal

χλευαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alaycı, derisive, alaycı bir, gülünç, alayci

χλευαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зневажливий, підлий, шахрайський, фальшивий, низький, презирливий, нечесний, глузливий, насмішкуватий

χλευαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ironik, tallës, gojëndyrë, qesharak

χλευαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подигравателен, насмешлив, подигравателно, подигравателни, подигравателна

χλευαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насмешлівы, кплівы, ўсмешысты, пакеплівы, позірк насмешлівы

χλευαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ülbe, salalik, põlastusväärne, põlglik, pilkav, mõnitav, naeruväärne, salvav

χλευαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podrugljiv, podsmješljiv, posredan, podrugljiva, podrugljiv i

χλευαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
derisive

χλευαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ironiškas, Drwiący, juokingas, Ironisks, pajuokiamas

χλευαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsmejošs, smieklīgs, ironisks

χλευαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
погрдни, ироничен

χλευαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
batjocoritor, derisive, batjocoritoare, ironic, disprețuitor

χλευαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Podsmješljiv, Porogljiv

χλευαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výsměšný, výsmešný
Τυχαίες λέξεις