Лекция στα ελληνικά
Μετάφραση: лекция, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νουθετώ, τελειοποίηση, μιλώ, διάλεξη, μάθημα, ομιλία, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воздвигать στα ελληνικά - ανατρέφω, μπόι, ορθώνω, αναστηλώνω, κορμοστασιά, ανεγείρω, πισινός, ...
- дергать στα ελληνικά - τράβηγμα, σέρνω, τραβώ, κλονισμός, πηδώ, τράνταγμα, κόπανος, ...
- дефицитный στα ελληνικά - σπάνιος, σπάνιων, σπανίζουν, ανεπαρκεία, σπάνιο
- епархиальный στα ελληνικά - επαρχιούχος, diocesan, επισκοπής, επαρχιούχους, Επισκοπικά
Τυχαίες λέξεις
Лекция στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νουθετώ, τελειοποίηση, μιλώ, διάλεξη, μάθημα, ομιλία, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας
Μεταφράσεις: νουθετώ, τελειοποίηση, μιλώ, διάλεξη, μάθημα, ομιλία, διάλεξης, διαλέξεων, διδασκαλίας