Лицо στα ελληνικά
Μετάφραση: лицо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τοστ, αντιμετωπίζω, εγγύηση, άτομο, καταπατητής, εχέγγυο, χαρακτήρας, επιστάτης, φυγάς, ανέχομαι, κύρος, άνθρωπος, χορηγώ, κάτοικος, μεσίτης, εγγυώμαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ангажемент στα ελληνικά - αρραβώνες, συμπλοκή, σύμπλεξη, εμπλοκή, δέσμευση, εμπλοκής
- внешне στα ελληνικά - έξω, εξωτερικά, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικώς, στο εξωτερικό
- горный στα ελληνικά - ορεινός, βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές, ορεινό
- гульбище στα ελληνικά - σεργιανίζω, περιπατητικός, περιπατητική, περιπατητικής, περιπατητικούς, περιπατητικές
Τυχαίες λέξεις
Лицо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τοστ, αντιμετωπίζω, εγγύηση, άτομο, καταπατητής, εχέγγυο, χαρακτήρας, επιστάτης, φυγάς, ανέχομαι, κύρος, άνθρωπος, χορηγώ, κάτοικος, μεσίτης, εγγυώμαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό
Μεταφράσεις: τοστ, αντιμετωπίζω, εγγύηση, άτομο, καταπατητής, εχέγγυο, χαρακτήρας, επιστάτης, φυγάς, ανέχομαι, κύρος, άνθρωπος, χορηγώ, κάτοικος, μεσίτης, εγγυώμαι, πρόσωπο, προσώπου, πρόσωπό, όψη, το πρόσωπό