Ложиться στα ελληνικά
Μετάφραση: ложиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ντιβάνι, ψεύδομαι, ανάκλιντρο, καναπές, ξαπλώνω, ξαπλώνουν, ξαπλώσετε, ξαπλώσει, ξαπλώσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- априорность στα ελληνικά - apriority
- выхватывать στα ελληνικά - δάκρυ, σκίζω, αρπάζω, σχίζω, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, ...
- га στα ελληνικά - εκτάριο, εκταρίων, εκτάρια, εκτάριο που
- гул στα ελληνικά - αντιπαράθεση, ρακέτα, σάλος, μπουμπουνίζω, βουίζω, κηφήνας, προσκρούω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ложиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ντιβάνι, ψεύδομαι, ανάκλιντρο, καναπές, ξαπλώνω, ξαπλώνουν, ξαπλώσετε, ξαπλώσει, ξαπλώσουν
Μεταφράσεις: κείμαι, ντιβάνι, ψεύδομαι, ανάκλιντρο, καναπές, ξαπλώνω, ξαπλώνουν, ξαπλώσετε, ξαπλώσει, ξαπλώσουν