Лопаться στα ελληνικά
Μετάφραση: лопаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σκίζω, διάλλειμα, ξεσπώ, διάλειμμα, διχοτομία, σπάζω, μοίρα, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агрегатный στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- аквариум στα ελληνικά - ενυδρείο, ενυδρείου, ενυδρείων, του ενυδρείου, το ενυδρείο
- атакующий στα ελληνικά - επιτίθεμαι, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
- бесперебойный στα ελληνικά - διαρκής, λείος, ομαλός, τακτικός, ομαλή, λεία, ομαλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Лопаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σκίζω, διάλλειμα, ξεσπώ, διάλειμμα, διχοτομία, σπάζω, μοίρα, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις: ξέσπασμα, αντεπίθεση, μοιράζω, σκίζω, διάλλειμα, ξεσπώ, διάλειμμα, διχοτομία, σπάζω, μοίρα, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης